- αθόρυβος, -η
- -ο αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο, ήσυχος: Ο ανεμιστήρας ήταν πραγματικά αθόρυβος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀθόρυβος — without uproar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθόρυβος — η, ο (Α ἀθόρυβος, ον) [θόρυβος] αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται … Dictionary of Greek
ἀθορύβως — ἀθόρυβος without uproar adverbial ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβον — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc sg ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορυβώτερα — ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβου — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβους — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβων — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβῳ — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβοι — ἀθόρυβος without uproar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)